λιπαρήσω

λιπαρήσω
λῑπαρήσω , λιπαρέω
persist
aor subj act 1st sg
λῑπαρήσω , λιπαρέω
persist
fut ind act 1st sg
λῑπαρήσω , λιπαρέω
persist
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιπαρώ — λιπαρῶ, έω (Α) 1. αντιστέκομαι επίμονα, επιμένω, εμμένω («λιπαρήσωμεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν», Ηρόδ.) 2. παρακαλώ, ικετεύω με επιμονή, γίνομαι φορτικός με τα παρακάλια μου 3. παρακαλώ κάποιον θερμά να κάνει κάτι (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”